- μυκητολόγος
- ο, ηειδικός επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη τών μυκήτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycologist (< μύκης «μύκητας» + -λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ε. Πονηρόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μύκητας — ο (ΑΜ μύκης, ητος, κατά τον Ησύχ. γεν. και μύκου, ιων. τ. γεν. μύκεω) το μανιτάρι, δηλ., κατά τον σύγχρονο ορισμό του, το ορατό ομπρελόμορφο αναπαραγωγικό τμήμα που φέρει τα σπόρια ορισμένων ειδών τής τάξης αγαρικώδη τών βασιδιομυκήτων νεοελλ.… … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
μυκητολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυκητολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκητολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Χ. Φλωρά] … Dictionary of Greek